εγχείρημα

εγχείρημα
τό
1) рискованное предприятие, начинание, рискованная попытка, затея;

δύσκολο εγχείρημα — трудное дело;

2) воен, операция (местного значения); вылазка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εγχείρημα" в других словарях:

  • ἐγχείρημα — take neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγχείρημα — το (AM ἐγχείρημα) 1. τόλμημα, απόπειρα 2. μικρή επίθεση με τοπική σημασία …   Dictionary of Greek

  • εγχείρημα — το, ατος 1. ό,τι επιχειρεί κανείς να πράξει, απόπειρα. 2. τόλμημα, ανδραγάθημα, παλικαριά. 3. (στρατ.), μικρή επιχείρηση τοπικής σημασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοὐγχείρημα — ἐγχείρημα , ἐγχείρημα take neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρημάτων — ἐγχείρημα take neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρήμασι — ἐγχείρημα take neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρήμασιν — ἐγχείρημα take neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρήματα — ἐγχείρημα take neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρήματι — ἐγχείρημα take neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρήματος — ἐγχείρημα take neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»